- αναμαζώνω
- και ανεμαζώνω1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω2. τακτοποιώ, συγυρίζω3. αποσπώ, απομακρύνω4. καλώ, συγκαλώ5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω7. ζαρώνω από τον φόβο μου, ανατριχιάζω8. παίρνω υπό την προστασία μου φτωχό και άστεγο9. περιορίζω, φρονηματίζω κάποιον10. μέσ. επιστρέφω, γυρίζω πίσω.
Dictionary of Greek. 2013.