αναμαζώνω

αναμαζώνω
και ανεμαζώνω
1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω
2. τακτοποιώ, συγυρίζω
3. αποσπώ, απομακρύνω
4. καλώ, συγκαλώ
5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου
6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω
7. ζαρώνω από τον φόβο μου, ανατριχιάζω
8. παίρνω υπό την προστασία μου φτωχό και άστεγο
9. περιορίζω, φρονηματίζω κάποιον
10. μέσ. επιστρέφω, γυρίζω πίσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναμαζώνω — μάζωξα, περιμαζεύω από δω και από κει: Δεν μπορεί ν αναμαζώξει το γιο του από τους δρόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμαζώνω — βλ. αναμαζώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”